- γλίντζα
- και γλίτζα, η (γλιντζιάρικος κ.λπ.)βλ. γλίτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… … Dictionary of Greek
γλίνα — η 1. χοιρινό λίπος, λίγδα: Στην ταβέρνα του χωριού μας μαγειρεύουν πατάτες με γλίνα. 2. λέρα, γλίντζα: Το ξενοδοχείο είχε παντού γλίνα. 3. αργιλώδης πηλός κατάλληλος για κατασκευή αγγείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)